φαρμάκια

φαρμάκια
και ιων. τ. φαρμακίη, ἡ, Α [φάρμακον]
φαρμακεία.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φαρμακιά — η, Ν [φαρμάκι] κοινή ονομασία φυτού …   Dictionary of Greek

  • φαρμάκια — φαρμάκιον mild remedy neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • волхвование — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. ἡ φαρμακία) подача и употребление лекарств,… …   Словарь церковнославянского языка

  • чарование — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;}  сущ. (греч. φαρμακία) употребление лекарств, отравы, колдовства …   Словарь церковнославянского языка

  • Farmacia — (Del gr. pharmakeia < pharmakon, medicamento.) ► sustantivo femenino 1 FARMACIA Establecimiento donde se preparan y venden medicinas: ■ en su pueblo sólo hay una farmacia. SINÓNIMO botica 2 FARMACIA Ciencia que estudia la preparación y… …   Enciclopedia Universal

  • πίνω — ΝΜΑ, αιολ. τ. πώνω Α 1. εισάγω στο στομάχι υγρό από το στόμα 2. (με ειδική σημ.) καταναλώνω κρασί ή άλλα οινοπνευματώδη ποτά (α. «αυτός πίνει πολύ» β. «οὕτω πίνοντας πρὸς ἡδονήν», Πλάτ.) 3. μτφ. απορροφώ, ρουφώ, τραβώ (α. «το φαΐ ήπιε όλο το… …   Dictionary of Greek

  • φάρμακο — το / φάρμακον, ΝΜΑ 1. ουσία που χρησιμοποιείται για θεραπευτικούς σκοπούς, για την αποκατάσταση τής φυσιολογικής λειτουργίας τού οργανισμού ή για προφύλαξη από τις νόσους, φαρμακευτικό προϊόν, γιατρικό 2. μτφ. μέσο που χρησιμεύει για την άμβλυνση …   Dictionary of Greek

  • ԴԵՂԱՏՈՒՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0609 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 5c, 10c, 13c գ. ԴԵՂԱՏՈՒՈՒԹԻՒՆ գրի եւ ԴԵՂԱՏՈՒԹԻՒՆ. φαρμακία medicandi actio, medicamentum Տալն զդեղ. բժշկականն (արուեստ). ... *Տեղի տալով, որպէս բժիշկ՝ հիւանդաց, զի դեղատութիւնս …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • φαρμάκι — το 1. δηλητήριο, τοξικό φάρμακο: Ήπιε φαρμάκι και πέθανε. 2. ό,τι είναι πολύ πικρό: Ο καφές ήταν φαρμάκι. 3. μτφ., ψυχική πίκρα: Πολλά φαρμάκια ήπιε στη ζωή του. 4. διαπεραστικό ψύχος: Απόψε κάνει κρύο φαρμάκι! …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φαρμακούσα — η (επίθ. της θάλασσας), που ποτίζει τον κόσμο με φαρμάκια, που προκαλεί συμφορές και πικρίες: Θάλασσα φαρμακούσα και πικροκυματούσα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”